Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Χαϊλέ Σελασιέ — (Λιτζ Ταφάρι Μακόνεν, Χαράρ 1891 – Αντίς Αμπέμπα 1975). Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας. Γιος του Μακόνεν, εκπαιδεύτηκε από Γάλλους καθολικούς ιεραποστόλους. Το 1916 έγινε σύμβουλος, αντιβασιλιάς και διάδοχος στον θρόνο της αυτοκράτειρας Ζαουντίτου,… … Dictionary of Greek
Αβησσυνοί — Λαός της Αιθιοπίας, που προήλθε από επιμιξία σημιτικών φύλων και νέγρων. Οι Α. (Τιγκρέ, Αμχάροι και Σόα) έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους λευκούς, μόνο που έχουν κατσαρές τρίχες (ουλότριχες) και το χρώμα του δέρματός τους είναι μελαμψό.… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Μασάουα ή Μιτσίουα — (Massawa ή Mitsiwa). Πόλη (30.000 κάτ. το 2001) της βόρειας Ερυθραίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Σεμεναουί Κεγί Μπαχρί (Semenawi Keyih Bahri, 32.180 τ. χλμ., 392.653 κάτ.). Η Μ. είναι χτισμένη πάνω σε δύο κοραλλιογενή νησιά, στο ομώνυμο της Μ. και… … Dictionary of Greek
Μενελίκ ή Μενιλέκ — (Menelik II, 1844 – 1913). Αυτοκράτορας της Αβησσυνίας (σημερινή Αιθιοπία). Ήταν ηγεμόνας της φυλής των των Σόα (1865 89) και επέδειξε συγκεντρωτικές τάσεις. Αγωνίστηκε εναντίον του βασιλιά της Αιθιοπίας Ιωάννη Δ’, ο οποίος όμως τον νίκησε το… … Dictionary of Greek
κάφα — (Kaffa). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (56.634 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Αιθιοπίας, στα σύνορα με το Σουδάν. Το θερμό κλίμα και η ευφορία του εδάφους ευνοούν την καλλιέργεια των δημητριακών, των λαχανικών, των φρούτων, του βαμβακιού και του καφέ, ο … Dictionary of Greek
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
Αιθιοπικά — Ερωτικό μυθιστόρημα σε 10 βιβλία, που γράφτηκε από τον Ηλιόδωρο τον Εμεσηνό, τον 3ο ή 4ο αι. μ.Χ. Το μυθιστόρημα, που τιτλοφορείται και Σύνταγμα των περί Θεαγένην και Χαρίκλειαν Αιθιοπικών, αφηγείται τον έρωτα και τις περιπέτειες του Θεαγένη,… … Dictionary of Greek